- καταλλοχροιαίνω
- καταλλοχροιαίνω (Μ)(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταλλοχροιασμένος, -η, -ονπαραμορφωμένος εντελώς, αλλοιωμένος εντελώς στο πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀλλο-χροιαίνω «αλλοιώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.